βουρτσάκι

βουρτσάκι
το
μικρή βούρτσα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χρωστηρίδιο — το, Ν 1. μικρός χρωστήρας, βουρτσάκι 2. ζωολ. παλαιότερη λόγια ονομασία τού γένους ασκομυκήτων πενικίλ(λ)ιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρωστήρας + υποκορ. κατάλ. ίδιο (πρβλ. σφαιρ ίδιο)] …   Dictionary of Greek

  • ψηκτρίον — τὸ, Α [ψήκτρα] υποκορ. μικρή ψήκτρα, βουρτσάκι …   Dictionary of Greek

  • πινέλο — το (λ. ιταλ.) 1. μικρό βουρτσάκι, κατάλληλο για βάψιμο, χρωστήρας. 2. ειδική βούρτσα για το ξύρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”